- ταυροειδής
- -ές, ΝΑόμοιος με ταύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυροειδής — bull like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροειδῆ — ταυροειδής bull like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταυροειδής bull like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ταυροειδής bull like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροειδεῖς — ταυροειδής bull like masc/fem acc pl ταυροειδής bull like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCARABAEUS — pro Numine Aegyptiis. Arnob. adv. Gentes l. 1. num. 19. Templa felibus, scarabaeis, et buculis, sublimibus sunt elata fastigiis: aut saltem Numinis symbolo: inprimis is, qui pilas volvit ab Oriente in Occidentem, fullo Plinio l. 30. c. 11.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ταυρωπός — I Παραπόταμος του Αχελώου. Bλ. λ. Μέγδοβας. To φράγμα και η τεχνητή λίμνη στον ποταμό Ταυρωπό ή Μέγδοβα, γνωστή και ως λίμνη Πλαστήρα. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σοφάδων. * * * όν, θηλ.… … Dictionary of Greek
ταυρώδης — ῶδες, Α [ταῡρος] ταυροειδής … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek